Οι Άθλοι του Ηρακλή (4)

Τα Βόδια του Γηρυόνη


Τα παλιά χρόνια στο νησί Ερύθεια, ζούσε ένας άνθρωπος που λέγοταν Γηρυόνης. Είχε τρία σώματα που ήταν συνδεμένα στην κοιλιά του. Είχε τρία κεφάλια, έξι χέρια και έξι πόδια.
   Ο Γηρυόνης είχε βόδια που ήταν φημισμένα για την ομορφιά τους. Ο Ευρυσθέας έστειλε τον Ηρακλή να πάρει τα βόδια του Γηρυόνη. Το ταξίδι στην Ερύθεια ήταν μακρύ και δύσκολο. Η γη εκεί ήταν πολύ ζεστή και ξερή. Είχε τόση ζέστη που ο Ηρακλής προσπάθησε να χτυπήσει τις ακτίνες του ήλιου με τα βέλη του, γιατί δεν μπορούσε άλλο να αντέξει την ζέστη.
   Ο Ήλιος εντυπωσιάστηκε με το θάρρος του, και χαμήλωσε τη δύναμη των ακτίνων του. Ο θεός του ήλιου, ο Απόλλωνας, έφτιαξε στον Ηρακλή μια μεγάλη χρυσή βάρκα για να τον πάει στο νησί.
   Τις αγελάδες του Γηρυόνη τις φύλαγαν ένα δικέφαλο σκυλί που το έλεγαν Όρθρο, και ένας βοσκός που λέγοταν Ευρυτίονας. Το σκυλί αισθάνθηκε τον Ηρακλή που πλησίαζε και του επιτέθηκε, αλλά ο Ηρακλής του σύντριψε το κεφάλι με το ρόπαλό του και μετά σκότωσε και τον βοσκό. Ο ήρωας φόρτωσε τα καλύτερα βόδια στην χρυσή βάρκα και άρχισε το ταξίδι της επιστροφής. Στον δρόμο, πολλοί προσπάθησαν να πάρουν τα βόδια, αλλά απέτυχαν. Ακόμα και η θεά Ήρα προσπάθησε να τον κάνει να αποτύχει, κάνοντας τα βόδια να τρελαθούν και να τρέχουν σαν άγρια.
   Πήρε τρία χρόνια τον Ηρακλή να τελειώσει αυτό τον άθλο, αλλά έφερε τα βόδια στον Ευρυσθέα που τα θυσίασε στην Ήρα.




Ο Κέρβερος 


Θέλοντας να ξεφορτωθεί τον Ηρακλή μια για πάντα, ο Ευρυσθέας αποφάσισε να τον στείλει σε, όπως νόμιζε, έναν από τους πιο δύσκολους άθλους. Διέταξε τον Ηρακλή να πάει στον κάτω κόσμο και να φέρει ζωντανό τον Κέρβερο.
   Ο Κέρβερος ήταν ένα τεράστιο σκυλί με τρία κεφάλια που φύλαγε τις πύλες του Άδη. Βρήκε μια άβυσσο που οδηγούσε στον κάτω κόσμο.
   Εκεί μπόρεσε να εξήγησει στον Άδη πως έπρεπε να πάρει τον Κέρβερο στον βασιλιά του τον Ευρυσθέα. Ο Άδης κατάλαβε, και του είπε να πάρει τον Κέρβερο αν μπορέσει να τον πιάσει χωρίς να τον πληγώσει. Είπε στον Ηρακλή να αφήσει τα όπλα του, και να πάει να προσπαθήσει να πιάσει το σκυλί.
   Ο Ηρακλής άρχισε να κυνηγά τον Κέρβερο και όταν τον έφτασε τον άρπαξε από τον λαιμό και τον έσφιξε τόσο δυνατά, που το σκυλί έχασε τις αισθήσεις του. Έπειτα μπόρεσε να μεταφέρει το αναίσθητο ζώο στον Ευρυσθέα.
   Όταν είδε το τεράστιο σκυλί ο Ευρθυσθέας φοβήθηκε τόσο πολύ, που είπε στον Ηρακλή να το πάει πίσω στον Άδη...



Τα Χρυσά Μήλα των Εσπερίδων
Ο Ευρυσθέας ήδη είχε άλλο κατόρθωμα στο μυαλό του. Ζήτησε απ' τον Ηρακλή να του φέρει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κατόρθωμα, αν λάβεται υπ' όψην το γεγονός ότι λίγοι άνθρωποι ήξεραν που βρίσκεται ο κήπος των Εσπερίδων και ο Ηρακλής έπρεπε να αντιμετωπίσει τον τιτάνα Άτλα.
   Ο Ηρακλής έφυγε για το ταξίδι και αντιμετώπισε πολλές δοκιμασίες σε διάφορες περιοχές. Τελικά ο Ηρακλής συνάντησε τις Νύμφες, που του είπαν πως ο Νηρέας ήξερε που ήταν ο κήπος με τα χρυσά μήλα. Ο Ηρακλής βρήκε τον Νηρέα και τον ανάγκασε να του πει, που ήταν τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων.
   Ταξίδεψε σε πολλά μέρη. Στον Καύκασο βρήκε τον Προμηθέα αλυσοδεμένο, τιμωρημένος από τον Δία γιατί έδωσε φώτηση στους ανθρώπους, κάτι που άνηκε μόνο στους θεούς. Ο Ηρακλής τον λυπήθηκε και τον ελευθέρωσε.
   Μετά έφτασε στην άκρη της γης όπου ο τιτάνας Άτλας κρατούσε τον ουρανό. Ο Προμηθέας του είχε πει να στείλει τον Άτλα να του βρει τα χρυσά μήλα.
   Ο Ηρακλής ζήτησε από τον Άτλα να του φέρει τα μήλα και αυτός συμφώνησε. Ο ήρωας πήρε τον ουρανό πάνω στους δυνατούς ώμους του, ενώ ο Άτλας έφυγε για να φέρει τα μήλα. Όταν γύρισε όμως ο Άτλας δεν ήθελε να πάρει πάλι τον ουρανό. Ο ήρωάς μας τον ξεγέλασε λέγοντάς του να πάρει τον ουρανό για ένα λεπτό, για να μπορέσει να βάλει ένα μαξιλάρι στους ώμους του. Ο Άτλας πήρε τον ουρανό και ο Ηρακλής έφυγε με τα χρυσά μήλα.
   Επέστρεψε στην Τίρυνθα και έδωσε τα μήλα στον Ευρυσθέα. Θυμωμένος από την επιτυχία του Ηρακλή, του τα έδωσε πίσω. Ο Ηρακλής τα πρόσφερε στην θεά Αθηνά, η οποία τα πήγε πίσω στον κήπο των Εσπερίδων.
  



 Με αυτό το κατόρθωμα, ο Ηρακλής τελείωσε τους 12 άθλους, και ελευθερώθηκε από τις διαταγές του Ευρυσθέα.
Ο Ηρακλής δεν ήταν πια κάτω από τις διαταγές του Ευρυσθέα. Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να συγκεντρώσει στρατό.
   Πήγε στον Αυγεία και κυρίεψε την πόλη του, σκοτώνοντας αυτόν και τους γιούς του, και έβαλε άλλο βασιλιά στο θρόνο της Ήλιδας. Αυτή ήταν η τιμωρία του Αυγεία που δεν τον πλήρωσε για τον καθαρισμό των στάβλων.
   Μετά οργάνωσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Όταν τελείωσε με ότι έπρεπε να κάνει, παντρεύτηκε την Δηϊάνειρα.
   Ο Ηρακλής είχε σκοτώσει κατά λάθος τον Εύνομο γιο του Αρχιτέλη, που συγγένευε με τον πεθερό του Ηρακλή. Αν και ο Αρχιτέλης δεν ζητούσε εκδίκηση, ο ήρωας αποφάσισε να ταξιδέψει στην Τραχινία να ζητήσει συγχώρεση.
   Φτάνοντας με την γυναίκα του στον ποταμό Εύηνο, βρήκαν τον κένταυρο Νέσσο. Περνούσε τους ταξιδιώτες στην άλλη άκρη με μια βάρκα. Πήρε τον Ηρακλή πρώτα και όταν γύρισε να πάρει την γυναίκα του, ζήτησε πληρωμή.
   "Θα περάσεις την γυναίκα μου χωρίς λεφτά όπως έκανες με μένα" είπε ο Ηρακλής.
   Ο Νέσσος πήρε την Δηϊάνειρα, αλλά στα μισά του ποταμού άλλαξε κατεύθυνση. Η Δηϊάνειρα άρχισε να φωνάζει. Ο Ηρακλής άκουσε τις κραυγές της γυναίκας του και χτύπησε τον Νέσσο με ένα δηλητηριασμένο βέλος στην καρδιά.
   Όταν πέθαινε ο Νέσσος είπε στην Δηϊάνειρα να μαζέψει το αίμα του. Της είπε να αλείψει το αίμα στο χιτώνα του Ηρακλή και θα την αγαπά για πάντα. Αυτή τον πίστεψε και μάζεψε το αίμα.
Σε μια απ' τις μάχες του, ο Ηρακλής πήρε μια πολύ όμορφη γυναίκα, την Ιόλη, αιχμάλωτη. Όταν γύρισε ήθελε να κάνει θυσία στους θεούς. Έστειλε κάποιον στην Δηϊάνειρα να του δώσει ένα καθαρό χιτώνα. Η Δηϊάνειρα είχε ακούσει για την Ιόλη και φοβόταν πως ο Ηρακλής θα την έπαιρνε για γυναίκα του. Θυμήθηκε το αίμα του Νέσσου και μούσκεψε τον χιτώνα με αυτό.
   Ο Ηρακλής φόρεσε τον χιτώνα και μετά από λίγο άρχισε να έχει φοβερούς πόνους από το δηλητηριασμένο αίμα του Νέσσου. Προσπάθησε να βγάλει τον χιτώνα, αλλά είχε κολλήσει στην σάρκα του. Οι σύντροφοί του τον λυπήθηκαν και τον πήραν στο μαντείο των Δελφών. Η Πυθία είπε ότι πρέπει να πάει στο βουνό Οίτη, να ανάψη φωτιά και να περιμένει απόφαση από τον Δία.
   Άρχισαν να μαζεύουν ξύλα. Οι πόνοι του Ηρακλή γίνοταν πιο δυνατοί. Τραβούσε τον χιτώνα του και μαζί, έβγαιναν κομμάτια από τη σάρκα του. Υπέφερε τόσο πολύ που σκαρφάλωσε στο σωρό με τα ξύλα και ζήτησε τους συντρόφους του να ανάψουν την φωτιά και να τον κάψουν. Κανένας δεν κουνιόταν...
   Τελικά ο Φιλοχτήτης πέρασε από κει και άναψε την φωτιά. Ο Ηρακλής του έδωσε το τόξο και τα βέλη του. Η φωτιά άρχισε να δυναμώνει και ξαφνικά ένα πυκνό σύννεφο με βροντές και αστραπές, περικύκλωσε τον Ηρακλή, και πήρε τον ήρωα κοντά στον πατέρα του, τον Δια. Ο Ηρακλής έγινε αθάνατος και πήρε την θέση του ανάμεσα στους θεούς.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου